Ήταν όμορφη. Στητή. Φίνα. Μόνο τα χείλια της… είχαν κάτι που αλλοίωνε την παιδική μου μαγική εικόνα. Μια πίκρα που κύρτωνε τις άκρες… σαν όλους τους ανθρώπους, όταν αφαιρούνται… και αποκαλύπτεται τότε το βλέμμα της ψυχής τους. Όταν αφήνουν τον νου να ταξιδέψει. και τότε βλέπεις αν πάνε κάπου όμορφα. Φαινόταν ήρεμη. Μαθημένη στην ευτυχία, την φορούσε με χάρη. Ευθυτενής. Ήταν καθισμένη όπως πάντα τέτοια ώρα - βάλσαμο το παραμικρό πρόγραμμα – στην σκούρα πράσινη μπερζέρα. Φαγωμένη από την ρουτίνα της ίδιας ιεροτελεστίας της. Ήταν ένα αναπάντεχα άσπρο απόγευμα και είχαν ανάψει το τζάκι για χρώμα. Εγώ ήμουν μέσα κι έφτιαχνα τον δικό μου καφέ. Εκείνη, όπως πάντα, με τον ελληνικό της κι ένα κουλουράκι. Πάντα ένα κουλουράκι. Για την αιώνια σιλουέττα… και την ελάχιστη αταξία. Την λάτρευα. Την θαύμαζα. Την έβλεπα από την κουζίνα να απολαμβάνει. Να κοιτάζει πέρα από τις φλόγες. Πολύ. Τι γυναίκα… Και τότε άπλωσε το λιγνό χέρι της αριστερά για να πιάσει το φλυτζάνι της να πιει. Αργά πολύ. Πριν προλάβει να φέρει το χέρι στο στόμα, τα χείλη είχαν ήδη σουφρωθεί περιμένοντας. Και ο χρόνος ατέλειωτος… Τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της? Τότε είδα... Είδα την σιγουριά της επόμενης κίνησης. Χωρίς εκπλήξεις. Χωρίς την επιθυμία της έκπληξης. Και το βάρος του φλυτζανιού… το χέρι που έτρεμε απ’την δυσκολία… οι χαμένες φλόγες… τόσοι αποχαιρετισμοί . Μια μεγάλη γυναίκα. Ηττημένη από τον χρόνο… Ή εφοδιασμένη πλουσιοπάροχα ΖΩΗ… ?
*ακούγεται το «madame george» με την marianne faithfull γιατί μαρέσει.